Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρωματική
ἀργυρώνητος
ἀργυρωρυχεῖον
ἀργυρωταί
Ἀργυφέη
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργώ
ἀργώδης
Ἀργῷος
ἀργωπός
ἄρδα
ἀρδάλιον
ἀρδαλόω
ἀρδεία
ἀρδεύσιμος
ἄρδευσις
ἀρδευτέον
ἀρδευτής
ἀρδευτός
ἀρδεύω
View word page
ἀργωπός
white

ShortDef

white

Debugging

Headword:
ἀργωπός
Headword (normalized):
ἀργωπός
Headword (normalized/stripped):
αργωπος
IDX:
12988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12989
Key:

Data

{'content': 'white'}