Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
ἀργύροφλεψ
ἀργυροχάλινος
ἀργυρόχαλκος
ἀργυροχόος
ἀργυρόχροος
ἀργυρόω
ἀργυρώδης
ἀργύρωμα
ἀργυρωματική
ἀργυρώνητος
ἀργυρωρυχεῖον
ἀργυρωταί
Ἀργυφέη
ἀργύφεος
View word page
ἀργυροχόος
melter of, worker in, silver

ShortDef

melter of, worker in, silver

Debugging

Headword:
ἀργυροχόος
Headword (normalized):
ἀργυροχόος
Headword (normalized/stripped):
αργυροχοος
IDX:
12973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12974
Key:

Data

{'content': 'melter of, worker in, silver'}