Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
ἀργύροφλεψ
ἀργυροχάλινος
ἀργυρόχαλκος
ἀργυροχόος
ἀργυρόχροος
ἀργυρόω
ἀργυρώδης
View word page
ἀργυροτράπεζα
bank

ShortDef

bank

Debugging

Headword:
ἀργυροτράπεζα
Headword (normalized):
ἀργυροτράπεζα
Headword (normalized/stripped):
αργυροτραπεζα
IDX:
12966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12967
Key:

Data

{'content': 'bank'}