Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
ἀργύροφλεψ
ἀργυροχάλινος
ἀργυρόχαλκος
View word page
ἀργυροταμιεύω
hold office of ἀργυροταμίας

ShortDef

hold office of ἀργυροταμίας

Debugging

Headword:
ἀργυροταμιεύω
Headword (normalized):
ἀργυροταμιεύω
Headword (normalized/stripped):
αργυροταμιευω
IDX:
12962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12963
Key:

Data

{'content': 'hold office of ἀργυροταμίας'}