Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
ἀργύροφλεψ
ἀργυροχάλινος
View word page
ἀργυροταμιευτικός
controlled by the treasurer
ShortDef
controlled by the treasurer
Debugging
Headword:
ἀργυροταμιευτικός
Headword (normalized):
ἀργυροταμιευτικός
Headword (normalized/stripped):
αργυροταμιευτικος
IDX:
12961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12962
Key:
Data
{'content': 'controlled by the treasurer'}