Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
ἀργυροφάλαρος
ἀργυροφεγγής
View word page
ἀργυροταμεία
office of ἀργυροταμίας

ShortDef

office of ἀργυροταμίας

Debugging

Headword:
ἀργυροταμεία
Headword (normalized):
ἀργυροταμεία
Headword (normalized/stripped):
αργυροταμεια
IDX:
12959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12960
Key:

Data

{'content': 'office of ἀργυροταμίας'}