Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀδρήστη
Ἀδρηστίνη
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
View word page
ἁδρομερής
of coarse, large grains

ShortDef

of coarse, large grains

Debugging

Headword:
ἁδρομερής
Headword (normalized):
ἁδρομερής
Headword (normalized/stripped):
αδρομερης
IDX:
1295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1296
Key:

Data

{'content': 'of coarse, large grains'}