Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροτράπεζα
ἀργυροτρύφημα
View word page
ἄργυρος
silver
ShortDef
silver
Debugging
Headword:
ἄργυρος
Headword (normalized):
ἄργυρος
Headword (normalized/stripped):
αργυρος
IDX:
12957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12958
Key:
Data
{'content': 'silver'}