Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
ἀργυροταμιευτικός
ἀργυροταμιεύω
ἀργυροτέχνης
ἀργυρότοιχος
View word page
ἀργυρόριζος
with silver root

ShortDef

with silver root

Debugging

Headword:
ἀργυρόριζος
Headword (normalized):
ἀργυρόριζος
Headword (normalized/stripped):
αργυροριζος
IDX:
12954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12955
Key:

Data

{'content': 'with silver root'}