Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυροταμεία
ἀργυροταμίας
View word page
ἀργυροποιός
a worker in silver

ShortDef

a worker in silver

Debugging

Headword:
ἀργυροποιός
Headword (normalized):
ἀργυροποιός
Headword (normalized/stripped):
αργυροποιος
IDX:
12950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12951
Key:

Data

{'content': 'a worker in silver'}