Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁδρέω
Ἀδρήστη
Ἀδρηστίνη
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
View word page
ἁδροκέφαλος
with large head
ShortDef
with large head
Debugging
Headword:
ἁδροκέφαλος
Headword (normalized):
ἁδροκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
αδροκεφαλος
IDX:
1294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1295
Key:
Data
{'content': 'with large head'}