Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρορυχή
ἄργυρος
View word page
ἀργυρόπεζα
silver-footed

ShortDef

silver-footed

Debugging

Headword:
ἀργυρόπεζα
Headword (normalized):
ἀργυρόπεζα
Headword (normalized/stripped):
αργυροπεζα
IDX:
12947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12948
Key:

Data

{'content': 'silver-footed'}