Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκοπέω
ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
ἀργυρόπρυμνον
ἀργυρόριζος
ἀργυρόρρυτος
View word page
ἀργυρολόγος
levying money

ShortDef

levying money

Debugging

Headword:
ἀργυρολόγος
Headword (normalized):
ἀργυρολόγος
Headword (normalized/stripped):
αργυρολογος
IDX:
12945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12946
Key:

Data

{'content': 'levying money'}