Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
ἀργυροθώραξ
ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκοπέω
ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυροπράτης
View word page
ἀργυρολογέω
to levy money

ShortDef

to levy money

Debugging

Headword:
ἀργυρολογέω
Headword (normalized):
ἀργυρολογέω
Headword (normalized/stripped):
αργυρολογεω
IDX:
12942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12943
Key:

Data

{'content': 'to levy money'}