Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
ἀργυροθώραξ
ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκοπέω
ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρομιγής
ἀργυρόπεζα
ἀργυρόπηχυς
ἀργυροποιΐα
ἀργυροποιός
View word page
ἀργυροκορίνθιος
of Corinthian silver, cratera

ShortDef

of Corinthian silver, cratera

Debugging

Headword:
ἀργυροκορίνθιος
Headword (normalized):
ἀργυροκορίνθιος
Headword (normalized/stripped):
αργυροκορινθιος
IDX:
12940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12941
Key:

Data

{'content': 'of Corinthian silver, cratera'}