Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
ἀργυροθώραξ
ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκοπέω
ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολόγητος
ἀργυρολογία
View word page
ἀργυροθώραξ
with a silver breastplate
ShortDef
with a silver breastplate
Debugging
Headword:
ἀργυροθώραξ
Headword (normalized):
ἀργυροθώραξ
Headword (normalized/stripped):
αργυροθωραξ
IDX:
12934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12935
Key:
Data
{'content': 'with a silver breastplate'}