Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
ἀργυροθώραξ
ἀργυροκοπεῖον
ἀργυροκοπέω
ἀργυροκοπία
ἀργυροκοπιστήρ
ἀργυροκόπος
ἀργυροκορίνθιος
ἀργυρόκυκλος
ἀργυρολογέω
View word page
ἀργυροθήκη
a money-chest

ShortDef

a money-chest

Debugging

Headword:
ἀργυροθήκη
Headword (normalized):
ἀργυροθήκη
Headword (normalized/stripped):
αργυροθηκη
IDX:
12932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12933
Key:

Data

{'content': 'a money-chest'}