Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδρεπήβολος
ἄδρεπτος
ἁδρέω
Ἀδρήστη
Ἀδρηστίνη
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
View word page
ἁδρόβωλος
in large pieces

ShortDef

in large pieces

Debugging

Headword:
ἁδρόβωλος
Headword (normalized):
ἁδρόβωλος
Headword (normalized/stripped):
αδροβωλος
IDX:
1292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1293
Key:

Data

{'content': 'in large pieces'}