Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
ἀργυροθώραξ
ἀργυροκοπεῖον
View word page
ἀργυρογνωμονικός
skilled in assaying silver

ShortDef

skilled in assaying silver

Debugging

Headword:
ἀργυρογνωμονικός
Headword (normalized):
ἀργυρογνωμονικός
Headword (normalized/stripped):
αργυρογνωμονικος
IDX:
12925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12926
Key:

Data

{'content': 'skilled in assaying silver'}