Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυρόθρονος
View word page
ἀργυρῖτις
silver-ore (LSJ sv ἀργυρίτης)

ShortDef

silver-ore (LSJ sv ἀργυρίτης)

Debugging

Headword:
ἀργυρῖτις
Headword (normalized):
ἀργυρῖτις
Headword (normalized/stripped):
αργυριτις
IDX:
12923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12924
Key:

Data

{'content': 'silver-ore (LSJ sv ἀργυρίτης)'}