Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
View word page
ἀργυρισμός
getting money
ShortDef
getting money
Debugging
Headword:
ἀργυρισμός
Headword (normalized):
ἀργυρισμός
Headword (normalized/stripped):
αργυρισμος
IDX:
12921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12922
Key:
Data
{'content': 'getting money'}