Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
ἀργυροδάμας
ἀργυροδίνης
View word page
ἀργύριος
plant
ShortDef
plant
Debugging
Headword:
ἀργύριος
Headword (normalized):
ἀργύριος
Headword (normalized/stripped):
αργυριος
IDX:
12919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12920
Key:
Data
{'content': 'plant'}