Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογραφία
View word page
ἀργυρικός
of, for

ShortDef

of, for

Debugging

Headword:
ἀργυρικός
Headword (normalized):
ἀργυρικός
Headword (normalized/stripped):
αργυρικος
IDX:
12917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12918
Key:

Data

{'content': 'of, for'}