Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
ἀργυρογνώμων
View word page
ἀργυρίζομαι
get or extort money

ShortDef

get or extort money

Debugging

Headword:
ἀργυρίζομαι
Headword (normalized):
ἀργυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αργυριζομαι
IDX:
12916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12917
Key:

Data

{'content': 'get or extort money'}