Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
ἀργυρογνωμονικός
View word page
ἀργυρίδιον
a small piece of silver, a silver coin
ShortDef
a small piece of silver, a silver coin
Debugging
Headword:
ἀργυρίδιον
Headword (normalized):
ἀργυρίδιον
Headword (normalized/stripped):
αργυριδιον
IDX:
12915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12916
Key:
Data
{'content': 'a small piece of silver, a silver coin'}