Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
ἀργυρῖτις
ἀργυρόβιος
View word page
ἀργυρήλατος
of wrought silver

ShortDef

of wrought silver

Debugging

Headword:
ἀργυρήλατος
Headword (normalized):
ἀργυρήλατος
Headword (normalized/stripped):
αργυρηλατος
IDX:
12914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12915
Key:

Data

{'content': 'of wrought silver'}