Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργύριος
ἀργυρίς
ἀργυρισμός
ἀργυρίτης
View word page
ἀργυρεύω
to dig for silver

ShortDef

to dig for silver

Debugging

Headword:
ἀργυρεύω
Headword (normalized):
ἀργυρεύω
Headword (normalized/stripped):
αργυρευω
IDX:
12912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12913
Key:

Data

{'content': 'to dig for silver'}