Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄργος
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος2
Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
ἀργύρεος
ἀργυρευτική
ἀργυρεύω
ἀργυρηλάτης
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρίζομαι
ἀργυρικός
ἀργύριον
View word page
ἀργύρειος
silver
ShortDef
silver
Debugging
Headword:
ἀργύρειος
Headword (normalized):
ἀργύρειος
Headword (normalized/stripped):
αργυρειος
IDX:
12908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12909
Key:
Data
{'content': 'silver'}