Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
Ἀργολιστί
ἀργομέτωπος
Ἀργόν
Ἀργοναύτης
ἀργοποιός
ἀργόπρακτος
Ἄργος
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος2
Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
ἀργυρένδετος
View word page
ἀργός
shining, bright, glistening

ShortDef

shining, bright, glistening
not working the ground, living without labour

Debugging

Headword:
ἀργός
Headword (normalized):
ἀργός
Headword (normalized/stripped):
αργος
IDX:
12899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12900
Key:

Data

{'content': 'shining, bright, glistening'}