Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
View word page
ἁβρόγοος
wailing womanishly

ShortDef

wailing womanishly

Debugging

Headword:
ἁβρόγοος
Headword (normalized):
ἁβρόγοος
Headword (normalized/stripped):
αβρογοος
IDX:
128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-129
Key:

Data

{'content': 'wailing womanishly'}