Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργόλας
Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
Ἀργολιστί
ἀργομέτωπος
Ἀργόν
Ἀργοναύτης
ἀργοποιός
ἀργόπρακτος
Ἄργος
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος2
Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
ἀργύρειος
View word page
Ἄργος
Argos

ShortDef

Argos
pr.n., Argus

Debugging

Headword:
Ἄργος
Headword (normalized):
ἄργος
Headword (normalized/stripped):
αργος
IDX:
12898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12899
Key:

Data

{'content': 'Argos'}