Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀργόθριξ
ἀργόλας
Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
Ἀργολιστί
ἀργομέτωπος
Ἀργόν
Ἀργοναύτης
ἀργοποιός
ἀργόπρακτος
Ἄργος
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος2
Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
ἀργυράσπιδες
View word page
ἀργόπρακτος
slothful

ShortDef

slothful

Debugging

Headword:
ἀργόπρακτος
Headword (normalized):
ἀργόπρακτος
Headword (normalized/stripped):
αργοπρακτος
IDX:
12897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12898
Key:

Data

{'content': 'slothful'}