Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀργόθεν
ἀργόθριξ
ἀργόλας
Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
Ἀργολιστί
ἀργομέτωπος
Ἀργόν
Ἀργοναύτης
ἀργοποιός
ἀργόπρακτος
Ἄργος
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος2
Ἄργοσδε
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργυράνθρωπος
View word page
ἀργοποιός
making idle
ShortDef
making idle
Debugging
Headword:
ἀργοποιός
Headword (normalized):
ἀργοποιός
Headword (normalized/stripped):
αργοποιος
IDX:
12896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12897
Key:
Data
{'content': 'making idle'}