Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀργήστης
ἀργηστής
ἀργία
ἀργιβόειος
ἀργικέραυνος
ἀργίκερως
ἀργιλιπής
ἄργιλλα
ἄργιλλος
ἀργιλλώδης
ἀργίλοφος
ἀργιμήτας
ἀργινεφής
ἀργινόεις
Ἀργινοῦσαι
ἀργιόδους
ἀργίπους
Ἄργισσα
ἀργῖτις
ἄργμα
ἀργόβιος
View word page
ἀργίλοφος
white-crested

ShortDef

white-crested

Debugging

Headword:
ἀργίλοφος
Headword (normalized):
ἀργίλοφος
Headword (normalized/stripped):
αργιλοφος
IDX:
12874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12875
Key:

Data

{'content': 'white-crested'}