Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργέω
ἀργήεις
ἀργής
ἀργῆς
Ἀργήστης
ἀργηστής
ἀργία
ἀργιβόειος
ἀργικέραυνος
ἀργίκερως
ἀργιλιπής
ἄργιλλα
ἄργιλλος
ἀργιλλώδης
ἀργίλοφος
ἀργιμήτας
ἀργινεφής
ἀργινόεις
Ἀργινοῦσαι
ἀργιόδους
ἀργίπους
View word page
ἀργιλιπής
white
ShortDef
white
Debugging
Headword:
ἀργιλιπής
Headword (normalized):
ἀργιλιπής
Headword (normalized/stripped):
αργιλιπης
IDX:
12870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12871
Key:
Data
{'content': 'white'}