Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀργεστής
ἀργέω
ἀργήεις
ἀργής
ἀργῆς
Ἀργήστης
ἀργηστής
ἀργία
ἀργιβόειος
ἀργικέραυνος
ἀργίκερως
ἀργιλιπής
ἄργιλλα
ἄργιλλος
ἀργιλλώδης
ἀργίλοφος
ἀργιμήτας
ἀργινεφής
ἀργινόεις
Ἀργινοῦσαι
ἀργιόδους
View word page
ἀργίκερως
white-horned
ShortDef
white-horned
Debugging
Headword:
ἀργίκερως
Headword (normalized):
ἀργίκερως
Headword (normalized/stripped):
αργικερως
IDX:
12869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12870
Key:
Data
{'content': 'white-horned'}