Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
Ἄδραστος
ἄδραστος
ἄδρατος
ἀδρέπανος
ἁδρεπήβολος
ἄδρεπτος
ἁδρέω
Ἀδρήστη
Ἀδρηστίνη
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
View word page
ἁδρέω
to be full-grown, matured

ShortDef

to be full-grown, matured

Debugging

Headword:
ἁδρέω
Headword (normalized):
ἁδρέω
Headword (normalized/stripped):
αδρεω
IDX:
1284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1285
Key:

Data

{'content': 'to be full-grown, matured'}