Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
Ἄδραστος
ἄδραστος
ἄδρατος
ἀδρέπανος
ἁδρεπήβολος
ἄδρεπτος
ἁδρέω
Ἀδρήστη
Ἀδρηστίνη
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
View word page
ἄδρεπτος
unplucked

ShortDef

unplucked

Debugging

Headword:
ἄδρεπτος
Headword (normalized):
ἄδρεπτος
Headword (normalized/stripped):
αδρεπτος
IDX:
1283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1284
Key:

Data

{'content': 'unplucked'}