Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
ἀρατικός
ἀρατός
Ἄρατος
ἀράχιδνα
Ἀραχναῖος
ἀραχναῖος
ἀραχνάομαι
ἀράχνας
View word page
ἀράσιμος
accursed
ShortDef
accursed
Debugging
Headword:
ἀράσιμος
Headword (normalized):
ἀράσιμος
Headword (normalized/stripped):
αρασιμος
IDX:
12817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12818
Key:
Data
{'content': 'accursed'}