Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
ἀρατικός
ἀρατός
Ἄρατος
ἀράχιδνα
Ἀραχναῖος
ἀραχναῖος
ἀραχνάομαι
View word page
ἀραρότως
compactly, closely, strongly
ShortDef
compactly, closely, strongly
Debugging
Headword:
ἀραρότως
Headword (normalized):
ἀραρότως
Headword (normalized/stripped):
αραροτως
IDX:
12816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12817
Key:
Data
{'content': 'compactly, closely, strongly'}