Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
ἀρατικός
ἀρατός
Ἄρατος
ἀράχιδνα
View word page
ἀράομαι
to pray to

ShortDef

to pray to

Debugging

Headword:
ἀράομαι
Headword (normalized):
ἀράομαι
Headword (normalized/stripped):
αραομαι
IDX:
12813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12814
Key:

Data

{'content': 'to pray to'}