Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
ἀρατικός
ἀρατός
Ἄρατος
View word page
ἀραξίχειρος
beaten with the hand

ShortDef

beaten with the hand

Debugging

Headword:
ἀραξίχειρος
Headword (normalized):
ἀραξίχειρος
Headword (normalized/stripped):
αραξιχειρος
IDX:
12812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12813
Key:

Data

{'content': 'beaten with the hand'}