Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
ἀρατικός
ἀρατός
View word page
ἄραξις
dashing, beating

ShortDef

dashing, beating

Debugging

Headword:
ἄραξις
Headword (normalized):
ἄραξις
Headword (normalized/stripped):
αραξις
IDX:
12811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12812
Key:

Data

{'content': 'dashing, beating'}