Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
ἀράσσω
Ἀράτειον
View word page
ἀρακώδης
like ἄρακος, wild chickling, Lathyrus annuus

ShortDef

like ἄρακος, wild chickling, Lathyrus annuus

Debugging

Headword:
ἀρακώδης
Headword (normalized):
ἀρακώδης
Headword (normalized/stripped):
αρακωδης
IDX:
12809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12810
Key:

Data

{'content': 'like ἄρακος, wild chickling, Lathyrus annuus'}