Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσιμος
View word page
ἀρακόσπορος
sown with aracus

ShortDef

sown with aracus

Debugging

Headword:
ἀρακόσπορος
Headword (normalized):
ἀρακόσπορος
Headword (normalized/stripped):
αρακοσπορος
IDX:
12807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12808
Key:

Data

{'content': 'sown with aracus'}