Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
ἀραρότως
View word page
ἀρακόσπερμον
aracus-seed
ShortDef
aracus-seed
Debugging
Headword:
ἀρακόσπερμον
Headword (normalized):
ἀρακόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
αρακοσπερμον
IDX:
12806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12807
Key:
Data
{'content': 'aracus-seed'}