Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
ἀραρίσκω
View word page
ἄρακος
wild chickling, Lathyrus annuus
ShortDef
wild chickling, Lathyrus annuus
Debugging
Headword:
ἄρακος
Headword (normalized):
ἄρακος
Headword (normalized/stripped):
αρακος
IDX:
12805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12806
Key:
Data
{'content': 'wild chickling, Lathyrus annuus'}