Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἄραριν
View word page
ἀρακόειος
fig
ShortDef
fig
Debugging
Headword:
ἀρακόειος
Headword (normalized):
ἀρακόειος
Headword (normalized/stripped):
αρακοειος
IDX:
12804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12805
Key:
Data
{'content': 'fig'}