Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
ἄραξις
ἀραξίχειρος
View word page
ἀραιωτικός
of or for rarefying

ShortDef

of or for rarefying

Debugging

Headword:
ἀραιωτικός
Headword (normalized):
ἀραιωτικός
Headword (normalized/stripped):
αραιωτικος
IDX:
12802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12803
Key:

Data

{'content': 'of or for rarefying'}