Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
Ἀράξης
View word page
ἀραίωμα
interstice, crevice, chink
ShortDef
interstice, crevice, chink
Debugging
Headword:
ἀραίωμα
Headword (normalized):
ἀραίωμα
Headword (normalized/stripped):
αραιωμα
IDX:
12800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12801
Key:
Data
{'content': 'interstice, crevice, chink'}